in

Καίτη Κωνσταντίνου: «Στα δύσκολα προσεύχονται κι αυτοί που δεν πιστεύουν»

Η Καίτη Κωνσταντίνου έμοιαζε αυστηρή — και μπορεί να ήταν. Αγαπούσε την κωμωδία. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή και στο Θέατρο Τέχνης· πρόλαβε τον Κάρολο Κουν. Γεννήθηκε στη Ροδοδάφνη, έξω από το Αίγιο. Ζούσε στο Παλαιό Φάληρο. Οδηγούσε μηχανή.

Η ίδια έλεγε πως η καταγωγή της ήταν από το Αίγιο, από τη Ροδοδάφνη, όπου μεγάλωσε, τελείωσε το σχολείο και έβλεπε τις εποχές να αλλάζουν. Στην Αθήνα ήρθε για σπουδές. Περιέγραφε τα παιδικά της χρόνια ως «και καλά και όχι», με πολύ παιχνίδι, αλλά σημείωνε ότι ο πατέρας της πέθανε όταν ήταν οκτώ ετών — ήταν δάσκαλος — και τότε δυσκόλεψαν τα πράγματα. Θυμόταν τη μελαγχολία εκείνης της περιόδου, κυρίως στη μητέρα της, που έμεινε μόνη της σε νεαρή ηλικία.

Παραδεχόταν πως κουβαλούσε ένα τραύμα, ότι ο πόνος «καταχωρείται μέσα σου», και πως προσπαθούσε πάντα να βάζει «τα πράγματα σε μια τάξη», γιατί δεν άντεχε την αταξία. Εξηγούσε ακόμη ότι, στην ηλικία των οκτώ, δεν συνειδητοποιεί κανείς απόλυτα τον θάνατο και πως δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα «πριν», σαν να άρχισε η ζωή της από τότε και μετά. Τόνιζε, ωστόσο, ότι μεγάλωσε με μια μητέρα από την οποία πήρε πολλή αγάπη.

Για τις σπουδές, η Καίτη Κωνσταντίνου ανέφερε ότι αποτέλεσαν και αφορμή για να φύγει από την επαρχία. Ομολογούσε ότι δεν αγάπησε ιδιαίτερα τη Φιλοσοφική· αρχικά στόχευε στην Ιατρική, όμως η αλλαγή στο σύστημα εξετάσεων την οδήγησε αλλού. Είχε επιλέξει τη Φιλοσοφική επειδή τότε απαιτούσε υψηλές μονάδες και στόχευε ψηλά. Η Αθήνα δεν τη δυσκόλεψε· της άρεσε και τη γοήτευε ο τρόπος που οι άνθρωποι οδηγούσαν και γνώριζαν τους δρόμους. Θυμόταν τα φοιτητικά χρόνια ως όμορφα, με πολλές παρέες και λιγότερο διάβασμα. Από το πρώτο έτος μπήκε στη θεατρική ομάδα, πήρε το πτυχίο, δίδαξε για δύο χρόνια σε γυμνάσιο, αλλά τη δεύτερη χρονιά αποφάσισε ότι δεν θα συνέχιζε, αφού είχε ήδη τελειώσει και τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Θεωρούσε πολύ δύσκολο το να είσαι δάσκαλος.

Για τη σχέση της με το θέατρο, έλεγε πως στο χωριό, όπως της είχε πει η μητέρα της, όταν ερχόταν θίασος την παρακαλούσε να την πάει, ενώ η ίδια θυμόταν ότι έβλεπε το «Θέατρο της Δευτέρας». Παραδεχόταν ότι ένιωθε συστολή και ντροπή και πως την έκθεση του θεάτρου δεν την άντεχε εύκολα — κάτι που με τον καιρό μετριάζεται, αλλά δεν φεύγει εντελώς. Το τρακ και η αγωνία, όπως έλεγε, δεν μειώνονται. Επειδή πίστευε ότι το Θέατρο Τέχνης ήταν η καλύτερη σχολή, αποφάσισε να δώσει εξετάσεις, αν και το θεωρούσε αδύνατον να περάσει. Όταν τα κατάφερε, ένιωσε μεγάλη χαρά. Από νωρίς, όπως περιέγραφε, κατάλαβε ότι «κάτι συμβαίνει εκεί», σαν ένα αόρατο νήμα που σε δένει.

Στις εξετάσεις της, όπως ανέφερε, ήταν παρών και ο Κάρολος Κουν, και σε κάποιες πρόβες βρέθηκε ο «Δάσκαλος». Μιλούσε για το δέος που προκαλούσε, για την κατάνυξη μέσα στο θέατρο και για την αίσθηση ότι ο χώρος γινόταν σαν ναός. Θυμόταν επίσης τη γενιά της στη σχολή και τις βαθιές φιλίες που δημιουργήθηκαν. Αργότερα, μαζί με συμφοιτητές και άλλους συνεργάτες, δημιούργησαν ομάδα και έκαναν παραστάσεις· ξεκίνησαν με έργα που αρχικά είχαν πολύ μικρό κοινό, αλλά στη συνέχεια η πορεία άλλαξε. Από εκεί, όπως ανέφερε, προέκυψαν συνεργασίες που οδήγησαν και στη δημιουργία των «Εγκλημάτων».

Για τα «Εγκλήματα», η ίδια έλεγε ότι όταν τους μίλησαν αρχικά για τη σειρά ενθουσιάστηκαν, αλλά στα πρώτα κείμενα κατάλαβε πως «κάτι γίνεται». Το πρότζεκτ προτάθηκε πρώτα αλλού και απορρίφθηκε, κάτι που τους απογοήτευσε, όμως εκείνη επέμεινε επειδή το πίστεψε. Όταν τελικά υλοποιήθηκε, θεωρούσε ότι ήταν μια πρωτοποριακή δουλειά και δήλωνε τυχερή που συμμετείχε, υπογραμμίζοντας ότι απέδειξε πως στην τηλεόραση μπορούν να γίνουν πολύ ωραία — αλλά δύσκολα — πράγματα. Για τον ρόλο της Σωσώς ανέφερε πως δεν την πείραζε που ήταν «κακός χαρακτήρας», γιατί τους έβρισκε πιο ενδιαφέροντες. Η δική της διαδικασία, όπως εξηγούσε, ήταν πρώτα να «αθωώσει» την κακία του ρόλου και να τον αγαπήσει, στεκόμενη στις αδυναμίες και στα κενά του. Έλεγε ότι το χιούμορ «εξομαλύνει και λειαίνει τα πράγματα» και δίνει ένα μεγάλο άλλοθι. Δεν φοβήθηκε ότι θα εγκλωβιστεί σε τέτοιους ρόλους, και ακόμη κι όταν την αποκαλούσαν Σωσώ δεν ενοχλούνταν· είχε αγαπήσει τον χαρακτήρα και πίστευε ότι και το κοινό τον ένιωσε «δικό του».

Σε άλλη στιγμή, η Καίτη Κωνσταντίνου εξηγούσε ότι και σε έναν απαιτητικό θεατρικό ρόλο, όπως του Ριχάρδου Β΄, ακολούθησε την ίδια διαδικασία προσέγγισης: δεν προσπάθησε να «κάνει τον άντρα», αλλά να ερευνήσει το άφυλο στοιχείο του χαρακτήρα, τονίζοντας πως ως άνθρωπος δεν είχε σχέση ούτε με τον Ριχάρδο ούτε με τη Σωσώ.

Για την προσωπική της στάση απέναντι στη δουλειά, έλεγε ότι για να νιώσει πως πέτυχε πρέπει πρώτα να νιώσει η ίδια καλά. Δήλωνε πως δουλεύει πολύ σε ό,τι καταπιάνεται, κάνει αυστηρές επιλογές και είναι πρώτα αυστηρή με τον εαυτό της. Έβλεπε τη δουλειά της ως κάτι που αγαπά, αλλά και ως βιοπορισμό, και δεν μπορούσε να βρίσκεται κάπου που δεν της άρεσε. Τόνιζε ότι δεν μπήκε για την αναγνωρισιμότητα, αλλά επειδή μια εσωτερική ανάγκη την οδήγησε εκεί.

Για την κωμωδία, η ίδια έλεγε ότι την αγαπούσε: τη θεωρούσε μια παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικότητας, έναν καθρέφτη που την ενδιέφερε πολύ, ιδιαίτερα όσο πιο σουρεάλ ήταν. Της άρεσε η άμεση αντίδραση του κοινού, αλλά κυρίως την συγκινούσε αυτή η διαφορετική οπτική. Πίστευε επίσης ότι η «δεξαμενή» ενός καλλιτέχνη δεν είναι άπειρη και ήθελε να ξεπερνά τα όριά της. Από τα πιο μεγάλα κομπλιμέντα για εκείνη ήταν όταν κάποιος θεατής τής είπε ότι δεν την αναγνώρισε πάνω στη σκηνή, γιατί θεωρούσε σημαντικό ο ηθοποιός να «στραπατσάρεται» και να μην είναι ο ίδιος με τη ζωή του. Μετά το θέατρο, όπως έλεγε, συχνά δεν μπορούσε να κοιμηθεί, αλλά γενικά προτιμούσε να κοιμάται την ημέρα.

Μιλώντας γενικότερα για τη ζωή, ανέφερε ότι δεν ήρθε ποτέ κόντρα στο θέατρο, ότι με τη δουλειά βρέθηκε και «στα τάρταρα», αλλά το να πέφτει κανείς χαμηλά έχει μέσα του και μια αισιοδοξία, γιατί μετά την κατηφόρα μπορεί να ξανασηκωθεί. Δήλωνε μοναχικός άνθρωπος και έλεγε ότι δεν τη φοβίζει η μοναξιά, καθώς χρειαζόταν ώρες μόνη της. Ο χρόνος την απασχολούσε, ο θάνατος την φόβιζε, και σκεφτόταν το μέλλον με βάση το να κάνει πράγματα που θα της άρεσαν στη δουλειά, να είναι υγιής και οι άνθρωποι που αγαπούσε να είναι καλά.

Για την πίστη, έλεγε ότι πιστεύει σε μια δύναμη, χωρίς να την ορίζει, και ότι προσευχόταν αρκετές φορές. Πίστευε πολύ στη δύναμη του ανθρώπου, ικανή για το καλύτερο και το χειρότερο, και θεωρούσε δύσκολη τόσο τη διαχείριση της «κακής» όσο και της «καλής» πλευράς μας. Έλεγε επίσης ότι το πιο δύσκολο για εκείνη ήταν να βιώσει την ευτυχία — την είχε ζήσει σε στιγμές — και πως, για εκείνη, «ο φίλος στην χαρά φαίνεται».

Για τον έρωτα, η ίδια τον περιέγραφε ως κάτι δημιουργικό, που σε ωθεί να αλλάξεις και να προσφέρεις, αλλά παραδεχόταν ότι δημιουργούσε εντάσεις χωρίς λόγο και προσπαθούσε να το δουλέψει, «να λειάνει» παιδικά βιώματα και λάθη. Τόνιζε πως δεν πίστευε στην υπερβολική οικειότητα μέσα στη σχέση και ότι, όπως προσέχει κανείς το σώμα και το μυαλό του, έτσι πρέπει να προσέχει και τον έρωτά του.

Τέλος, αναφερόμενη στη σειρά «Η Τούρτα της μαμάς», έλεγε ότι πρόκειται για εβδομαδιαία κωμική οικογενειακή ιστορία, όπου στο τέλος η συμφιλίωση έρχεται με την τούρτα που φτιάχνει η Ευανθία, την οποία υποδυόταν. Δήλωνε χαρούμενη που επέστρεψε στην τηλεόραση, ότι απείχε χρόνια επειδή δεν την ενδιέφερε κάτι αρκετά, και ότι προτιμούσε το θέατρο. Είχε εκφράσει επίσης τη χαρά της που δούλευε ξανά με ανθρώπους που αγαπούσε και ότι η σειρά ήταν γραμμένη με πολύ χιούμορ, ενώ σημείωνε πως την ευχαριστούσε η πιο δυναμική παρουσία της ΕΡΤ εκείνη τη χρονιά.

«Δεν έχεις όρια, Νικόλα μου, το απέδειξες»: 17χρονος με εγκεφαλική παράλυση τελείωσε το λύκειο με άριστα!

Μια εύκολη συνταγή για Αφράτα Τυροπιτάκια